μοχθοῦσαν

μοχθοῦσαν
μοχθέω
to be weary
pres part act fem acc sg (attic epic doric)
μοχθόω
weary
pres part act fem acc sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κώρυκος — I Βουνό της ομώνυμης, μέχρι τον 15ο αι., χερσονήσου, της σημερινής Γραμβούσας, το οποίο εισχωρούσε μέσα στη θάλασσα, στο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης, κοντά στην αρχαία πόλη Φαλάσαρνα. Ο Πτολεμαίος το ονομάζει «Κώρυκος άκρα» και ο Στέφανος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”